παράφασις

παράφασις
(I)
και παραίφασις και πάρφασις, -άσεως, ἡ, Α [παράφημι]
1. συμβουλή, παραίνεση, πειθώ («ἀγαθὴ δὲ παράφασίς ἐστιν ἑταίρου», Ομ. Ιλ.)
2. μέσο, τρόπος για καταπράυνση («παραίφασιν εὐρεν ἐρώτων», Ανθ. Παλ.)
3. (για τη ζώνη τής Αφροδίτης) παραλογιστική παραίνεση, απάτη, ξελόγιασμα
4. απατηλός λόγος («ἐχθρα δ' ἄρα παράφασις ἦν καὶ πάλαι», Πίνδ.).
————————
(II)
-άσεως, ἡ, Α [παραφάσσω (Ι)]
στον πληθ. ιων. τ. αἱ παραφάσεις
1. τα εσωτερικά μέρη τού γυναικείου αιδοίου (Ιπποκρ.)
2. οι κρυφοί τόποι κατά το γυναικείο αιδοίο (Γαλ.).
————————
(III)
ἡ, ΜΑ [παραφαίνω]
1. ο σχηματισμός ειδώλου μέσα σε κάτοπτρο
2. συνεκδ. το ίδιο το είδωλο που σχηματίζεται μέσα στο κάτοπτρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παράφασις — address fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιφάσει — παράφασις address fem nom/voc/acc dual (attic epic) παραιφάσεϊ , παράφασις address fem dat sg (epic) παράφασις address fem dat sg (attic ionic) παραιφά̱σει , παράφημι speak gently to aor subj act 3rd sg (epic doric) παραιφά̱σει , παράφημι speak… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρφάσει — παράφασις address fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρφάσεϊ , παράφασις address fem dat sg (epic) παράφασις address fem dat sg (attic ionic) παρφά̱σει , παράφημι speak gently to aor subj act 3rd sg (epic doric) παρφά̱σει , παράφημι speak gently… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιφασίη — παράφασις address fem nom/voc sg (epic ionic) παραιφασίη comfort fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιφασίην — παράφασις address fem acc sg (epic ionic) παραιφασίη comfort fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιφασίης — παράφασις address fem gen sg (epic ionic) παραιφασίη comfort fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιφασίῃσι — παράφασις address fem dat pl (epic ionic) παραιφασίη comfort fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιφασίῃσιν — παράφασις address fem dat pl (epic ionic) παραιφασίη comfort fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιφάσεσι — παράφασις address fem dat pl παραίφασις encouragement fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιφάσεσιν — παράφασις address fem dat pl παραίφασις encouragement fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”